βιβλιογραφικός

βιβλιογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βιβλιογραφία: Μπορείς να βρεις όλους τους συγγραφείς των κειμένων αυτού του βιβλίου στο καλά ενημερωμένο βιβλιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στο τέλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιβλιογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιβλιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιογραφία (πρβλ. γαλλ. bibliographique). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ιωάννη Βενθύλο] …   Dictionary of Greek

  • προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”